- δυσθρήνητος
- δυσθρήνητοςloud-wailingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσθρήνητος — δυσθρήνητος, ον (Α) αυτός που δύσκολα μπορεί να θρηνολογηθεί, που απαιτεί γοερόν θρήνο … Dictionary of Greek
δυσθρήνητον — δυσθρήνητος loud wailing masc/fem acc sg δυσθρήνητος loud wailing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθρηνήτοις — δυσθρήνητος loud wailing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθρηνήτου — δυσθρήνητος loud wailing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)